Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τον ακολουθώ κατά

  • 1 βήματα

    είναι измерять шагами;
    δυό (μερικά) βήματα παρακάτω (или παραπέρα, πιο πέρα) в двух (в нескольких) шагах, несколько дальше;

    βήματα προς βήματα — а) шаг за шагом, постепенно; — б ) га каждым шагом; — в) слепо;

    τον παρακολουθώ βήματα προς βήματα — следить за каждым шагом кого-л.;

    ούτε βήματα — ни на шаг, ни шагу;

    δεν κάνει ούτε βήματα απ' το σπίτι — он из дома ни на шаг, ни шагу;

    δεν φεύγω (απομακρύνομαι) ούτε βήματα από κάποιον, από κάτι — ни на шаг не отступать (не отходить) от кого-л, чего-л.;

    δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήματα χωρίς να... — шагу ступить нельзя без того, чтобы..;

    μην κάνεις βήματα — стой на месте;

    πάρε βήματα — шагай в ногу;

    άλλαξε το βήματα σου — меняй ногу;

    ούτε βήματα πίσω! — ни шагу назад!;

    2) шаг, поступь; походка;

    σταθερό βήματα — твёрдая поступь;

    τό βήματα της χήνας — гусиный шаг;

    τό βήματα παρελάσεως — церемониальный марш;

    από μακρυά σε γνώρισα απ' το βήματα σου — я узнал тебя издалека по походке;

    3) па (в танце);
    4) трибуна, кафедра; 5) церк.:

    (αγιον) βήματα — алтарь;

    6) тех шаг (резьбы);
    ход (винта);

    § πάω βήματα - βήματα — идти не спеша, очень медленно, тихо;

    τον ακολουθώ κατά βήματα — а) слепо подражать (кому-л.);

    б) следить за каждым шагом, движением (кого-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βήματα

См. также в других словарях:

  • καταδιώκω — (AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω) κυνηγώ κάποιον για να τόν συλλάβω ή να τόν σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα νεοελλ. 1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τόν καταστρέψω ή να τόν αιχμαλωτίσω 2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»